- Γκίζι
- Ghizi και Ghisi). Επώνυμο Βενετών αρχόντων των Κυκλάδων (12ος-15ος αι.). Ο βενετικός αυτός οίκος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτές του ήταν οι αδελφοί Ανδρέας και Ιερεμίας Γ., οι οποίοι με την έγκριση του δούκα της Νάξου Μάρκου Σανούδου έγιναν άρχοντες της Τήνου και της Μυκόνου και επέβαλαν αργότερα την εξουσία τους στη Σκύρο, στη Σκόπελο και στη Σκιάθο, σύμφωνα με την Partitio Romaniae. Τέλος, με τη βοήθεια του Δομίνικου Μικιέλη και του Πέτρου Ιουστινιάνη, κατόρθωσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Σέριφο και στην Κέα, καθώς και να ανακηρυχθούν αυθέντες της Τήνου. Τους δύο αδελφούς διαδέχτηκε ο Βαρθολομαίος Α’ Γ. και αυτόν ο Γεώργιος Α’ (14ος αι.), ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τον εχθρό του, ναύαρχο Ρογήρο, στο Ναυαρίνο και απελευθερώθηκε με λύτρα που πλήρωσε ο πατέρας του. Ο Γεώργιος Α’ πήρε μέρος στη μάχη του Κηφισού (1311) ως σύμμαχος του δούκα των Αθηνών, Βαλθέρου ντε Μπριέν. Ο διάδοχός του Βαρθολομαίος κατόρθωσε να προσαρτήσει στο κράτος του και το φραγκικό πριγκιπάτο της Αχαΐας, του οποίου διετέλεσε μέγας κοντόσταβλος. Αργότερα (1316) αιχμαλωτίστηκε από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο Ασάνη, στρατηγό του Μιστρά, ο οποίος κυρίεψε τα κάστρα της Άκοβας, της Καρταίνης και του Αγίου Γεωργίου. Το 1332 ο Καταλανός ηγεμόνας των Αθηνών Φαδρίγ παραχώρησε στον Βαρθολομαίο το κάστρο Σανταμέρη στη Θήβα, στο οποίο βρέθηκε η γαλλική διασκευή του Χρονικού του Μορέως. Τον Βαρθολομαίο διαδέχτηκε ο γιος του Βαρθολομαίος Γ’, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος της δυναστείας των Γ. και, όπως αναφέρεται, κληροδότησε στη Βενετία το ένα τρίτο της Εύβοιας (1390) που του ανήκε. Κατά τον 13o αι. αναφέρεται επίσης το όνομα του Φίλιππου Γ., άρχοντα της Σκοπέλου. Αυτός αιχμαλωτίστηκε από τον πειρατή Λικάριο, που δρούσε για λογαριασμό του Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, και στάλθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη.
Dictionary of Greek. 2013.